ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ-ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Με αφορμή την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου και προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα παραβατικής συμπεριφοράς, ενημερώνουμε όλους τους κυνηγούς του Νομού Δωδεκανήσου για τα κάτωθι:
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 7 της ΚΥΑ 331/10301/25-1-2013 (ΦΕΚ 198 Β΄) όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 της ΚΥΑ 3941/120925/2013 (ΦΕΚ 2642 Β΄) για την έκδοση κυνηγετικής άδειας ο κυνηγετικός σκύλος οφείλει να έχει εν ισχύι εμβολιασμό λύσσας (που αποδεικνύεται από το βιβλιάριο υγείας ή το διαβατήριο του σκύλου, όπου φαίνεται η ημερομηνία, το εµβολιακό σκεύασµα που έχει χρησιμοποιηθεί και η υπογραφή και η σφραγίδα του κτηνιάτρου).
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν 4039/2012 «Υποχρεώσεις ιδιοκτητών δεσποζόμενου ζώου συντροφιάς», ο ιδιοκτήτης του δεσποζόμενου ζώου συντροφιάς υποχρεούται να μεριμνά για τη σήμανση και την καταγραφή του ζώου του, καθώς και για την έκδοση βιβλιαρίου υγείας μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη γέννηση αυτού, καθώς και να τοποθετεί σε εμφανές σημείο του περιλαίμιου του ζώου μεταλλική κονκάρδα, η οποία παρέχεται από τους κτηνιάτρους κατά την πραγματοποίηση του αντιλυσσικού εμβολιασμού του.
Α. Διοικητικές κυρώσεις Ν. 4039/2012
α) Μη κατοχή ενημερωμένου βιβλιαρίου υγείας του κυνηγετικού σκύλου σε οποιαδήποτε μετακίνηση του ζώου επισύρει πρόστιμο 300 ευρώ (άρθρο 5 παρ. 4).
β) Απουσία εν ισχύι εμβολιασμού λύσσας (ισχύς εμβολίων 1 έτος) και μη τοποθέτηση της μεταλλικής κονκάρδας που προβλέπεται επισύρει διοικητικό πρόστιμο 100 ευρώ (άρθρο 5 παρ. 1α) Η χορήγηση μεταλλικής κονκάρδας ένδειξης αντιλυσσικού εμβολιασμού είναι υποχρέωση του κτηνιάτρου σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1α του ν. 4039/2012 όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4235/2014.
γ) Παράλειψη προσκόμισης στον οικείο Δήμο του αντιγράφου του πιστοποιητικού ηλεκτρονικής ταυτοποίησης επισύρει διοικητικό πρόστιμο 300 ευρώ (άρθρο 5 παρ. 1η).
δ) Αφαίρεση του μέσου ηλεκτρονικής σήμανσης από τον ιδιοκτήτη ή άλλο πρόσωπο ή κτηνίατρο επισύρει διοικητικό πρόστιμο 3.000 ευρώ και αφαίρεση άδειας επαγγέλματος του κτηνιάτρου (άρθρο 5 παρ. 8β).
ε) Η καθοιονδήποτε τρόπο άρνηση ή παρακώλυση του ελέγχου που πραγματοποιούν τα αρμόδια όργανα βεβαίωσης των παραβάσεων κατά την άσκηση των καθηκόντων ελέγχου καθώς και η μη παροχή ή η παροχή ψευδών, ελλιπών ή/και ανακριβών πληροφοριών και στοιχείων επισύρει διοικητικό πρόστιμο 100 ευρώ (άρθρο 21 περ. 41).
Αρμόδια όργανα βεβαίωσης των παραβάσεων του παρόντος νόμου είναι τα αναφερόμενα στην περίπτωση ιδ΄ του άρθρου 1 και συγκεκριμένα οι υπάλληλοι της Ελληνικής Αστυνομίας, της Δασικής Υπηρεσίας, των Τελωνείων, των Σταθμών Υγειονομικού Κτηνιατρικού Ελέγχου (ΣΥΚΕ), του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής και οι ιδιωτικοί φύλακες θήρας των κυνηγετικών οργανώσεων.
ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΟΥΜΕ ότι από τους παραβάτες των διατάξεων περί ηλεκτρονικής σήμανσης των ζώων προβλέπεται η αφαίρεση της άδειας θήρας (άρθρο 5 παρ. 5).
Β. Ποινικές κυρώσεις άρθρο 20 Ν. 4039/2012
α) Η έλλειψη ενημερωμένου βιβλιαρίου υγείας ή διαβατηρίου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από 5.000 έως 15.000 ευρώ. (άρθρο 5 παρ. 1γ).
β) Ο βασανισμός, η κακοποίηση, η κακή και βάναυση μεταχείριση οποιουδήποτε είδους ζώου, καθώς και οποιαδήποτε πράξη βίας κατ’ αυτού, όπως ιδίως η δηλητηρίαση, το κρέμασμα, ο πνιγμός, το κάψιμο, η σύνθλιψη και ο ακρωτηριασμός τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από 5.000 έως 15.000 ευρώ (άρθρο 16α).
Στις παραπάνω περιπτώσεις α) και β, σε περίπτωση υποτροπής, οι χρηματικές ποινές, που προβλέπονται διπλασιάζονται.
γ) Οι παραβάτες της διάταξης της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 5, δηλ. η αφαίρεση του μέσου ηλεκτρονικής σήμανσης από τον ιδιοκτήτη του ζώου συντροφιάς (με σκοπό να αποτραπούν φαινόμενα εγκατάλειψης ζώου) ή από άλλο πρόσωπο ή από κτηνίατρο (με σκοπό την αποτροπή παράνομου σκοπού). καθώς και η κλοπή οποιουδήποτε ζώου συντροφιάς τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή μέχρι τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ενώ η κλοπή κυνηγετικού σκύλου ή σκύλου βοήθειας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος και χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) μέχρι οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ.